Λατίνοι

Λατίνοι
Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Κατοικούσαν στην περιοχή Latium vetus, η οποία αντιστοιχεί στην περιφέρεια που ορίζεται από τον κάτω ρου του Τίβερη, από τα όρη Κορνικολάνι και Πρενεστίνι και από τους Αλβανούς Λόφους. Πιθανολογείται ότι αποτελούσαν έναν από τους αρχαιότερους ιταλικούς λαούς που εγκαταστάθηκαν στη χερσόνησο και έφτασαν στο Λάτιο σε προϊστορική εποχή. Η παράδοση αναφέρει ότι οι πρώτοι κάτοικοι του Λατίου ήταν οι Σικουλοί, οι οποίοι όμως εκδιώχθηκαν από τους γηγενείς και από τους Πελασγούς που έφτασαν αργότερα. Μία ομάδα Αρκάδων με αρχηγό τον Εύανδρο έφτασε στην περιοχή και έγινε δεκτή στον Παλατίνο λόφο από τον τοπικό βασιλιά Φαύνο. Ο γιος του, που σύμφωνα με την παράδοση ονομαζόταν Λατίνος και αποτέλεσε τον επώνυμο γενάρχη των Λ., δέχτηκε τον Τρώα Αινεία και του έδωσε για γυναίκα την κόρη του, Λαβινία. Ο Ασκάνιος, γιος του Αινεία, ίδρυσε αργότερα την Άλμπα Λόνγκα, με την οποία –μέσω του θρύλου της Ρέας Σιλβίας, καθώς και του Ρωμύλου και του Ρώμου– συνδέθηκε αργότερα η ίδρυση της Ρώμης. Στην πραγματικότητα, είναι πιθανό ότι οι ίδιοι οι Λ. οργανώθηκαν κατά τον 8o αι. π.Χ. σε μικρούς οικισμούς, οι οποίοι χτίστηκαν για λόγους προστασίας πάνω σε μικρά υψώματα, προστατευμένα από γκρεμούς και τείχη από ακατέργαστους ογκόλιθους. Οι πόλεις τους (Ρώμη, Άλμπα Λόνγκα, Τούσκουλο, Αρικία, Λανούβιο, Τίβολι, Πρενέστη κλπ.) συνδέονταν και με θρησκευτικούς δεσμούς, εκτός από τους εθνικούς λόγους. Η Ρώμη άρχισε να ξεχωρίζει γρήγορα, ίσως γιατί ήταν ευνοημένη από μια θέση ιδιαίτερα κατάλληλη για το εμπόριο. Η οικονομική υπεροχή μεταβλήθηκε πολύ γρήγορα σε πολιτική και στρατιωτική, όπως μαρτυρούν η καταστροφή της Άλμπα και η ίδρυση της Όστια στις εκβολές του Τίβερη. Οι λατινικές πόλεις οργανώθηκαν κατόπιν από τη Ρώμη σε ομοσπονδία αμυντικού χαρακτήρα, με την τελευταία να έχει και την ουσιαστική ηγεσία. Κατά τον 5ο και τον 4ο αι. π.Χ. η ρωμαϊκή ηγεμονία μέσα στην ομοσπονδία γινόταν ολοένα πιο καταπιεστική, προκαλώντας μεγάλη δυσφορία των υπόλοιπων φύλων. Έπειτα από πολλές απόπειρες εξέγερσης οι Λ. ξεσηκώθηκαν στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., συμμάχησαν με τους κατοίκους της Καμπανίας και παρέσυραν τη Ρώμη σε πόλεμο που διήρκεσε τρία χρόνια (340-338 π.Χ.). Οι Ρωμαίοι νίκησαν σε μια μεγάλη μάχη που έγινε κοντά στο Τριφάνο, στα σύνορα Λατίου και Καμπανίας. Η λατινική ομοσπονδία διαλύθηκε, η Ρώμη σύναψε συμμαχία χωριστά με κάθε πόλη του Latium vetus και οι Λ. έμειναν από τότε συνδεδεμένοι με τους Ρωμαίους, έχοντας ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στα ιταλικά φύλα. Με εξαίρεση κάποιες εξεγέρσεις κατά τον 2ο αι. π.Χ., δεν δημιούργησαν προβλήματα και το 90 π.Χ. έγιναν ισότιμοι πολίτες του ρωμαϊκού κράτους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λατῖνοι — Λατῖνος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • λατίνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Λατίου. Βλ. λ. Λατίνοι. 2. Γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης. * * * η, ο (AM λατῑνος, ίνη, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λάτιο (α. «λατίνη διάλεκτος» β. «λατῑναι ἑορταί», Διον. Αλ.) 2. (το αρσ …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ιταλικοί λαοί — Ονομασία του συνόλου του πληθυσμού της προρωμαϊκής Ιταλίας, που διέφερε στην καταγωγή, στη φυλή και στη γλώσσα από τους Λίγυρες, τους Σικανούς, τους Eτρούσκους και τους Έλληνες αποίκους. Οι νεότερες επιστημονικές υποθέσεις καταλήγουν στο… …   Dictionary of Greek

  • Πανδιδακτήριο — Ανώτατη σχολή στην Κωνσταντινούπολη στους βυζαντινούς χρόνους. Ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, αναδιοργανώθηκε δε και επεκτάθηκε από τον Θεοδόσιο B» τον Μικρό το 425 και, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, έγινε πραγματικό πανεπιστήμιο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”